- θωράκιο
- Όρος της αρχιτεκτονικής που σημαίνει το στηθαίο, το παραπέτο ή κουρτέλο. Αποτελεί προτοίχισμα μικρού ύψους, από 90 έως 120 εκ., που τοποθετείται για να προφυλάσσει από την πτώση τα άτομα που κυκλοφορούν εκεί. Θ. χρησιμοποιούνται στους εξώστες, στις ταράτσες, στις γέφυρες, στις προβλήτες κ.α. Οι αρχαίοι ονόμαζαν θ. τις επάλξεις των τειχών και κάθε είδος αμυντικού προπετάσματος. Το θ. χτίζεται, όπως και οι τοίχοι, από μπετόν, λαξευτή πέτρα και άλλα υλικά. Πολλές φορές χτίζονται με μικρότερο ύψος και συμπληρώνονται με κιγκλίδωμα. Θ. ονομαζόταν παλαιότερα και ένας κυκλικός ή ημικυκλικός εξώστης, στερεωμένος σε ένα ύψος του καταρτιού των πλοίων. Από το ύψος του θ. αυτού οι πολεμιστές εξακόντιζαν συνήθως βέλη και διάφορα βλήματα.
Μαρμάρινο θωράκιο με παράσταση όρθιων λιονταριών, εξαιρετικής τέχνης (Βυζαντινό Μουσείο, Αθήνα).
* * *το (ΑΜ θωράκιον)1. μικρός θώρακας2. εκκλ. χαμηλό μαρμάρινο χώρισμα μεταξύ τού αγίου βήματος και τού κυρίως ναού ή μεταξύ τών πλάγιων κλιτών και τού μεσαίου κλίτους τών ναών κατά την πρωτοχριστιανική περίοδονεοελλ.1. προτείχισμα στο ύψος περίπου τού στήθους το οποίο προφυλάσσει από πτώσεις, στηθαίο, παραπέτο2. ναυτ. σανίδωμα ή μετάλλινος προφυλακτήρας που στερεώνεται στον λαιμό της στήλης τού ιστού, κόφα3. ναυτ. περιτοίχισμα πάνω από το κατάστρωμα πλοίου, παραπέτασμααρχ.1. έπαλξη τείχους, αμυντικό προτείχισμα2. προστέγασμα που χρησίμευε για την προφύλαξη αυτών που διεύθυναν την πολιορκητική μηχανή ή αυτών που επιχειρούσαν να κάψουν τις μηχανές τών εχθρών3. πύργος στη ράχη τών ελεφάντων ή το ανώτατο μέρος του4. ναυτ. αμυντική θέση στον ιστό απ' όπου ακόντιζαν οι ακονιστές.[ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. θηρ-ίον, παιδ-ίον. Η λ. χρησιμοποιήθηκε και μτφ. για να δηλώσει κάθε είδους προστατευτικό προτείχισμα ή κιγκλίδωμα].
Dictionary of Greek. 2013.